dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

dowód osobisty grecque:

1. ταυτότητα ταυτότητα



2. η ταυτότητα η ταυτότητα



Grecque mot "dowód osobisty"(η ταυτότητα) se produit dans des ensembles:

grecki podróże