dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

cel podróży grecque:

1. ο σκοπός ταξιδιού ο σκοπός ταξιδιού



Grecque mot "cel podróży"(ο σκοπός ταξιδιού) se produit dans des ensembles:

grecki podróże

2. ο προορισμός ο προορισμός