dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

labour grecque:

1. χειρωνακτική εργασία χειρωνακτική εργασία



Grecque mot "labour"(χειρωνακτική εργασία) se produit dans des ensembles:

CC2.14 - CC3.4

2. εργασία εργασία


Τελείωσες τη σχολική εργασία σου;

Grecque mot "labour"(εργασία) se produit dans des ensembles:

Notes 15/10/2018 (a)