dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

lamb grecque:

1. αρνί αρνί



Grecque mot "lamb"(αρνί) se produit dans des ensembles:

Είδη κρέατος στα αγγλικά
Module 2 Γραπτά

2. αρνάκι αρνάκι


Περισσότερο από το σίδερο, περισσότερο από το μολύβι, περισσότερο από τον χρυσό, χρειάζομαι τον ηλεκτρισμό. Τον έχω ανάγκη περισσότερο από το αρνάκι ή το χοιρινό ή το μαρούλι ή το αγγουράκι. Τον έχω ανάγκη για τα όνειρά μου.