dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

hour grecque:

1. ώρα ώρα


Η ώρα είναι έντεκα, πρέπει τα παιδιά να πάνε για ύπνο, έχουν σχολείο αύριο.
Με συγχωρείτε, τι ώρα είναι;

Grecque mot "hour"(ώρα) se produit dans des ensembles:

JunioR B/ SenioR A