dictionnaire Chinois - Grecque

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

身份证 grecque:

1. ταυτότητα



Grecque mot "身份证"(ταυτότητα) se produit dans des ensembles:

Έγγραφα στα κινέζικα

mots connexes

目的地 grecque

d'autres mots commençant par "身"

身体 grecque
身分 grecque