dictionnaire Chinois - Grecque

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

坐垫 grecque:

1. μαξιλάρι μαξιλάρι



Grecque mot "坐垫"(μαξιλάρι) se produit dans des ensembles:

Λεξιλόγιο για το υπνοδωμάτιο στα κινέζικα