dictionnaire Chinois - Grecque

中文, 汉语, 漢語 - ελληνικά

书柜 grecque:

1. βιβλιοθήκη βιβλιοθήκη


Μπορείς να δανειστέις ένα αντίγραφο από οποιαδήποτε δημόσια βιβλιοθήκη.

Grecque mot "书柜"(βιβλιοθήκη) se produit dans des ensembles:

Λεξιλόγιο για το καθιστικό στα κινέζικα