dictionnaire Vietnamien - Grecque

Tiếng Việt - ελληνικά

lịch grecque:

1. ημερολόγιο ημερολόγιο



Grecque mot "lịch"(ημερολόγιο) se produit dans des ensembles:

Εξοπλισμός γραφείου στα βιετναμέζικα