dictionnaire Vietnamien - Grecque

Tiếng Việt - ελληνικά

kẻ trộm grecque:

1. κλέφτης κλέφτης



Grecque mot "kẻ trộm"(κλέφτης) se produit dans des ensembles:

Εγκληματίες στα βιετναμέζικα