dictionnaire Vietnamien - Grecque

Tiếng Việt - ελληνικά

bầm tím grecque:

1. μώλωπας μώλωπας



Grecque mot "bầm tím"(μώλωπας) se produit dans des ensembles:

Τραυματισμοί στα βιετναμέζικα