dictionnaire Vietnamien - Grecque

Tiếng Việt - ελληνικά

ăn hối lộ grecque:

1. δωροδοκία δωροδοκία



Grecque mot "ăn hối lộ"(δωροδοκία) se produit dans des ensembles:

Εγκλήματα στα βιετναμέζικα