dictionnaire Turc - Grecque

Türkçe - ελληνικά

saç grecque:

1. μαλλιά μαλλιά


Ο Πέτρος έχει μαύρα μαλλιά αλλά ο Λεχ έχει ξανθά.
Η Άννα έχει μαύρα μαλλιά αλλά η Μαγδαληνή έχει ξανθά .

Grecque mot "saç"(μαλλιά) se produit dans des ensembles:

Μέρη του σώματος στα τουρκικά