dictionnaire Turc - Grecque

Türkçe - ελληνικά

onlar grecque:

1. τους


Η απόφασή μου να σπουδάσω στο εξωτερικό εξέπληξε τους γονείς μου.
Θα τους τελεφωνίσω όταν θα γυρίσω.