dictionnaire Turc - Grecque

Türkçe - ελληνικά

kimse grecque:

1. κανείς


Με ακούει κανείς;
Παρόλο που εσύ είσαι εντάξει μ'αυτό, κανείς άλλος δεν θα το δεχτεί. Θα με μαλώσουν μετά άρα...