dictionnaire Turc - Grecque

Türkçe - ελληνικά

küvet grecque:

1. μπανιέρα μπανιέρα



Grecque mot "küvet"(μπανιέρα) se produit dans des ensembles:

Λεξιλόγιο για το μπάνιο στα τουρκικά