dictionnaire Turc - Grecque

Türkçe - ελληνικά

iyi grecque:

1. καλός καλός


Αυτός φαίνεται καλός άνθρωπος.
Ο καλός ο καπετάνιος στην φουρτούνα φαίνεται.

Grecque mot "iyi"(καλός) se produit dans des ensembles:

Επίθετα προσωπικότητας στα τουρκικά