dictionnaire Turc - Grecque

Türkçe - ελληνικά

anne grecque:

1. μητέρα μητέρα


Βοήθησα την μητέρα μου να πλύνει τα πιάτα.
Η μητέρα της μένει μόνη της στην ύπαιθρο.

Grecque mot "anne"(μητέρα) se produit dans des ensembles:

Μέλη της οικογενειας στα τουρκικά