dictionnaire Turc - Grecque

Türkçe - ελληνικά

Lamba grecque:

1. λάμπα λάμπα



Grecque mot "Lamba"(λάμπα) se produit dans des ensembles:

Λεξιλόγιο για το υπνοδωμάτιο στα τουρκικά