dictionnaire Roumain - Grecque

limba română - ελληνικά

dori grecque:

1. αρέσει αρέσει


Τους αρέσει να παίζουν στο χιόνι.
Ποια εποχή σου αρέσει καλύτερα;
Καλά, να πω την αλήθεια, δεν μου αρέσει καθόλου.
Μου αρέσει πάρα πολύ.