dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

strój gimnastyczny grecque:

1. η φόρμα γυμναστικής η φόρμα γυμναστικής



Grecque mot "strój gimnastyczny"(η φόρμα γυμναστικής) se produit dans des ensembles:

γενική dopełniacz