dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

problem grecque:

1. πρόβλημα πρόβλημα


Έχω ένα πρόβλημα.
Θα πρέπει να αντιμετωπίσεις αυτό το πρόβλημα όσο δύσκολο και να φαίνεται.

Grecque mot "problem"(πρόβλημα) se produit dans des ensembles:

słówka greckie