dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

nurkować grecque:

1. κάνω κατάδυση κάνω κατάδυση



Grecque mot "nurkować"(κάνω κατάδυση) se produit dans des ensembles:

47. Na plaży

2. βουτάω βουτάω


βουτάω/ βουτάς/ βουτά/ βουτάμε/ βουτάτε/ βουτούν

Grecque mot "nurkować"(βουτάω) se produit dans des ensembles:

greckie czasowniki