dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

moc grecque:

1. η εξουσία η εξουσία



Grecque mot "moc"(η εξουσία) se produit dans des ensembles:

grecki, rzeczowniki, z p. Ludmila

2. εκούσια εκούσια



Grecque mot "moc"(εκούσια) se produit dans des ensembles:

Słowniczek VIII

3. εξουσία εξουσία