dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

bogaty grecque:

1. πλούσιος πλούσιος



Grecque mot "bogaty"(πλούσιος) se produit dans des ensembles:

Lekcja 4 - słówka i zwroty
μάθημα Νοεμβρίου

2. εύπορος εύπορος



Grecque mot "bogaty"(εύπορος) se produit dans des ensembles:

nowe greckie filmy

3. πλούτος πλούτος


Παρ'όλο το πλούτος και φήμη του, είναι δυστυχής.

Grecque mot "bogaty"(πλούτος) se produit dans des ensembles:

mix i poprawki