dictionnaire Polonais - Grecque

język polski - ελληνικά

Pan grecque:

1. κύριος κύριος


Ο κύριος Σμιθ είχε τρεις γιους που έγιναν μηχανικοί.

Grecque mot "Pan"(κύριος) se produit dans des ensembles:

Słowniczek III

2. Ο κύριος Ο κύριος



Grecque mot "Pan"(Ο κύριος) se produit dans des ensembles:

Mój projekt 2 podstawy