dictionnaire néerlandais - Grecque

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

tekenen grecque:

1. ζωγραφική ζωγραφική



Grecque mot "tekenen"(ζωγραφική) se produit dans des ensembles:

Δραστηριότητες για τον ελεύθερο χρόνο στα ολλανδικά