dictionnaire néerlandais - Grecque

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

kalender grecque:

1. ημερολόγιο ημερολόγιο



Grecque mot "kalender"(ημερολόγιο) se produit dans des ensembles:

Εξοπλισμός γραφείου στα ολλανδικά