dictionnaire néerlandais - Grecque

Nederlands, Vlaams - ελληνικά

Boor grecque:

1. τρυπάνι τρυπάνι



Grecque mot "Boor"(τρυπάνι) se produit dans des ensembles:

Εργαλεία εργαστηρίου στα ολλανδικά