dictionnaire Italien - Grecque

italiano - ελληνικά

madre grecque:

1. μητέρα μητέρα


Βοήθησα την μητέρα μου να πλύνει τα πιάτα.
Η μητέρα της μένει μόνη της στην ύπαιθρο.

Grecque mot "madre"(μητέρα) se produit dans des ensembles:

ITALIAN WORDS