dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

using grecque:

1. χρησιμοποιώ χρησιμοποιώ



Grecque mot "using"(χρησιμοποιώ) se produit dans des ensembles:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 651 - 700