dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

unique grecque:

1. μοναδικός



Grecque mot "unique"(μοναδικός) se produit dans des ensembles:

M 8a. 38 - 8a. 58
Notes 14/11/2017

2. πρωτόγνωρη


Αυτή είναι μια πρωτόγνωρη κατάσταση, δεν ξέρω τι να κάνω.

Grecque mot "unique"(πρωτόγνωρη) se produit dans des ensembles:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 951 - 1000