dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

surround grecque:

1. περιβάλλον


Απλά αναρωτιέμαι πως περνάς και αν έχεις προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον.

Grecque mot "surround"(περιβάλλον) se produit dans des ensembles:

Notes 14/11/2017