dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

staircase grecque:

1. σκάλα σκάλα



Grecque mot "staircase"(σκάλα) se produit dans des ensembles:

Δωμάτια του σπιτιού στα αγγλικά

2. σκάλα τσιμεντένια σκάλα τσιμεντένια



Grecque mot "staircase"(σκάλα τσιμεντένια) se produit dans des ensembles:

Notes 31/07/2018

3. εξωτερική σκάλα



Grecque mot "staircase"(εξωτερική σκάλα) se produit dans des ensembles:

Notes 21/09/2018