dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

specific grecque:

1. συγκεκριμένος



Grecque mot "specific"(συγκεκριμένος) se produit dans des ensembles:

M6.1 - 6a. 11

2. ακριβής



Grecque mot "specific"(ακριβής) se produit dans des ensembles:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 801 - 850