dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

out grecque:

1. έξω έξω


Ντύθηκε και πήγε έξω.
Και οι δύο πήγανε στο παράθυρο για να κοιτάξουν έξω.

Grecque mot "out"(έξω) se produit dans des ensembles:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 51 - 100