dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

new grecque:

1. νέο νέο


Είναι πολύ νέο.
Απλά αναρωτιέμαι πως περνάς και αν έχεις προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον.

Grecque mot "new"(νέο) se produit dans des ensembles:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 151 - 200