dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

might grecque:

1. μπορεί


Αυτός δεν μπορεί να είναι ποιητής.

Grecque mot "might"(μπορεί) se produit dans des ensembles:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 201 - 250