dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

meeting grecque:

1. συνάντηση συνάντηση


Αποφασίσαμε να αναβάλλουμε την συνάντηση μέχρι την επόμενη Κυριακή.
Είναι πιθανό η ποδοσφαιρική συνάντηση να αναβληθεί εξαιτίας της βροχής.

Grecque mot "meeting"(συνάντηση) se produit dans des ensembles:

Κορυφαίες Αγγλικές Λέξεις 501 - 550
Χρήσιμα Ουσιαστικά - Useful nouns