dictionnaire Anglais - Grecque

English - ελληνικά

baggage grecque:

1. αποσκευές αποσκευές



Grecque mot "baggage"(αποσκευές) se produit dans des ensembles:

Χρήσιμα Ουσιαστικά - Useful nouns
Αεροπλάνο - Plane

2. αποσκευή αποσκευή


Πού μπορώ να κάνω check in την αποσκευή μου;

Grecque mot "baggage"(αποσκευή) se produit dans des ensembles:

Αεροπλάνο - Plane