dictionnaire Grecque - Chinois

ελληνικά - 中文, 汉语, 漢語

τρυπάνι chinois:

1. 钻头 钻头



Chinois mot "τρυπάνι"(钻头) se produit dans des ensembles:

Εργαλεία εργαστηρίου στα κινέζικα