dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

σαλιγκάρι en vietnamien:

1. ốc sên ốc sên



Vietnamien mot "σαλιγκάρι"(ốc sên) se produit dans des ensembles:

Ζωύφια και έντομα στα βιετναμέζικα