dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

πνεύμονας en vietnamien:

1. phổi


Hút thuốc có hại cho phổi.

Vietnamien mot "πνεύμονας"(phổi) se produit dans des ensembles:

Εσωτερικά όργανα στα βιετναμέζικα