dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

μηχανικός en vietnamien:

1. kỹ sư kỹ sư



Vietnamien mot "μηχανικός"(kỹ sư) se produit dans des ensembles:

Επαγγέλματα στα βιετναμέζικα