dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

κράνος en vietnamien:

1. mũ bảo hiểm mũ bảo hiểm



Vietnamien mot "κράνος"(mũ bảo hiểm) se produit dans des ensembles:

Τα μέρη του ποδηλάτου στα βιετναμέζικα