dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

κλινοσκεπάσματα en vietnamien:

1. đồ ngủ đồ ngủ



Vietnamien mot "κλινοσκεπάσματα"(đồ ngủ) se produit dans des ensembles:

Λεξιλόγιο για το υπνοδωμάτιο στα βιετναμέζικα