dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

βατόμουρο en vietnamien:

1. dâu rừng dâu rừng



Vietnamien mot "βατόμουρο"(dâu rừng) se produit dans des ensembles:

Φρούτα στα βιετναμέζικα