dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

βάζο en vietnamien:

1. lọ lọ



Vietnamien mot "βάζο"(lọ) se produit dans des ensembles:

Λεξιλόγιο για το καθιστικό στα βιετναμέζικα