dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

αστυνομικός en vietnamien:

1. cảnh sát cảnh sát



Vietnamien mot "αστυνομικός"(cảnh sát) se produit dans des ensembles:

Επαγγέλματα στα βιετναμέζικα