dictionnaire Grecque - Vietnamien

ελληνικά - Tiếng Việt

αλλεργία en vietnamien:

1. dị ứng dị ứng



Vietnamien mot "αλλεργία"(dị ứng) se produit dans des ensembles:

Προβλήματα υγείας στα βιετναμέζικα